- αιμυλομητης
- αἱμυλομήτηςαἱμῠλο-μήτης2ласкающийся, вкрадчивый
(παῖς HH.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(παῖς HH.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αιμυλομήτης — αἱμυλομήτης ( ου), ο (Α) αυτός που μεταχειρίζεται δολερά τεχνάσματα, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμύλος* + μήτης < μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα»] … Dictionary of Greek
αἱμυλομήτην — αἱμυλομήτης of winning wiles masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)